- αυτοθάνατος
- αὐτοθάνατος, -ον (Α)αυτός που αυτοκτόνησε, ο αυτόχειρας.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αὐτοθάνατον — αὐτοθάνατος dying by one s own hand masc/fem acc sg αὐτοθάνατος dying by one s own hand neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θάνατος — Αρχαιοελληνική θεότητα, προσωποποίηση του θανάτου. Σύμφωνα με τον Ησίοδο ήταν γιος του Ερέβους και της Νύχτας και αδελφός του Ύπνου. Ο ίδιος αναφέρει ότι ο Θ. κατοικούσε στον Τάρταρο, είχε σιδερένια καρδιά και ήταν ανελέητος και σκληρός με τους… … Dictionary of Greek